- λυπῆσαν
- λῡπῆσαν , λυπέωgrieveaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τσοπανάκος — (1789 – 1825). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο ποιητής του Αγώνα Παναγιώτης Κάλλας. Καταγόταν από τη Δημητσάνα, φοίτησε στην περίφημη σχολή της ιδιαίτερής του πατρίδας, εξαιτίας όμως της ασθενικής του κράσης αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές… … Dictionary of Greek
πρόσφατος — η, ο ο νέος, ο φρέσκος, αυτός που έγινε πριν από λίγο, ο νωπός: Τα πρόσφατα γεγονότα μας λύπησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)